Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀείνηστις
ἀειπάθεια
ἀειπαθής
ἀειπαλής
ἀειπάρθενος
ἀείπλανος
ἀείρυτος
ἀείρω
ἀεισιτία
ἀείσιτος
ἀείσκωψ
ἀείστροφος
ἀειτελής
ἀειφανής
ἀειφεγγής
ἀειφλεγής
ἀείφρουρος
ἀειφυγία
ἀειφυλλία
ἀείφυλλος
ἀείχλωρος
View word page
ἀείσκωψ
owl
ShortDef
owl
Debugging
Headword:
ἀείσκωψ
Headword (normalized):
ἀείσκωψ
Headword (normalized/stripped):
αεισκωψ
IDX:
1421
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1422
Key:
Data
{'content': 'owl'}