Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄσκοπος2
ἀσκοπυτίνη
ἀσκορδίνητος
ἀσκός
ἀσκοφορέω
Ἄσκρη
ἀσκύλευτος
ἄσκυλτος
ἄσκυρον
ἄσκυφος
ἀσκωληκόβρωτος
Ἀσκώλια
ἀσκωλιάζω
ἀσκωλιασμός
ἄσκωμα
ᾆσμα
ἀσμάραγος
ᾀσματοκάμπτης
ᾀσματολογέω
ᾀσματοποιός
ἀσμενέω
View word page
ἀσκωληκόβρωτος
not worm-eaten

ShortDef

not worm-eaten

Debugging

Headword:
ἀσκωληκόβρωτος
Headword (normalized):
ἀσκωληκόβρωτος
Headword (normalized/stripped):
ασκωληκοβρωτος
IDX:
14217
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14218
Key:

Data

{'content': 'not worm-eaten'}