Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄσκοπος
ἄσκοπος2
ἀσκοπυτίνη
ἀσκορδίνητος
ἀσκός
ἀσκοφορέω
Ἄσκρη
ἀσκύλευτος
ἄσκυλτος
ἄσκυρον
ἄσκυφος
ἀσκωληκόβρωτος
Ἀσκώλια
ἀσκωλιάζω
ἀσκωλιασμός
ἄσκωμα
ᾆσμα
ἀσμάραγος
ᾀσματοκάμπτης
ᾀσματολογέω
ᾀσματοποιός
View word page
ἄσκυφος
without cup
ShortDef
without cup
Debugging
Headword:
ἄσκυφος
Headword (normalized):
ἄσκυφος
Headword (normalized/stripped):
ασκυφος
IDX:
14216
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14217
Key:
Data
{'content': 'without cup'}