Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀσκοπήρα
ἄσκοπος
ἄσκοπος2
ἀσκοπυτίνη
ἀσκορδίνητος
ἀσκός
ἀσκοφορέω
Ἄσκρη
ἀσκύλευτος
ἄσκυλτος
ἄσκυρον
ἄσκυφος
ἀσκωληκόβρωτος
Ἀσκώλια
ἀσκωλιάζω
ἀσκωλιασμός
ἄσκωμα
ᾆσμα
ἀσμάραγος
ᾀσματοκάμπτης
ᾀσματολογέω
View word page
ἄσκυρον
St. John's wort, Hypericum perforatum
ShortDef
St. John's wort, Hypericum perforatum
Debugging
Headword:
ἄσκυρον
Headword (normalized):
ἄσκυρον
Headword (normalized/stripped):
ασκυρον
IDX:
14215
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14216
Key:
Data
{'content': "St. John's wort, Hypericum perforatum"}