Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀσκόπευτος
ἀσκοπήρα
ἄσκοπος
ἄσκοπος2
ἀσκοπυτίνη
ἀσκορδίνητος
ἀσκός
ἀσκοφορέω
Ἄσκρη
ἀσκύλευτος
ἄσκυλτος
ἄσκυρον
ἄσκυφος
ἀσκωληκόβρωτος
Ἀσκώλια
ἀσκωλιάζω
ἀσκωλιασμός
ἄσκωμα
ᾆσμα
ἀσμάραγος
ᾀσματοκάμπτης
View word page
ἄσκυλτος
not pulled about

ShortDef

not pulled about

Debugging

Headword:
ἄσκυλτος
Headword (normalized):
ἄσκυλτος
Headword (normalized/stripped):
ασκυλτος
IDX:
14214
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14215
Key:

Data

{'content': 'not pulled about'}