Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀσκοθύλακος
ἀσκόπευτος
ἀσκοπήρα
ἄσκοπος
ἄσκοπος2
ἀσκοπυτίνη
ἀσκορδίνητος
ἀσκός
ἀσκοφορέω
Ἄσκρη
ἀσκύλευτος
ἄσκυλτος
ἄσκυρον
ἄσκυφος
ἀσκωληκόβρωτος
Ἀσκώλια
ἀσκωλιάζω
ἀσκωλιασμός
ἄσκωμα
ᾆσμα
ἀσμάραγος
View word page
ἀσκύλευτος
not pillaged

ShortDef

not pillaged

Debugging

Headword:
ἀσκύλευτος
Headword (normalized):
ἀσκύλευτος
Headword (normalized/stripped):
ασκυλευτος
IDX:
14213
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14214
Key:

Data

{'content': 'not pillaged'}