Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀσκοδορέω
ἀσκοθύλακος
ἀσκόπευτος
ἀσκοπήρα
ἄσκοπος
ἄσκοπος2
ἀσκοπυτίνη
ἀσκορδίνητος
ἀσκός
ἀσκοφορέω
Ἄσκρη
ἀσκύλευτος
ἄσκυλτος
ἄσκυρον
ἄσκυφος
ἀσκωληκόβρωτος
Ἀσκώλια
ἀσκωλιάζω
ἀσκωλιασμός
ἄσκωμα
ᾆσμα
View word page
Ἄσκρη
Ascra
ShortDef
Ascra
Debugging
Headword:
Ἄσκρη
Headword (normalized):
ἄσκρη
Headword (normalized/stripped):
ασκρη
IDX:
14212
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14213
Key:
Data
{'content': 'Ascra'}