Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀσκληπιός
ἀσκοδέτης
ἀσκοδορέω
ἀσκοθύλακος
ἀσκόπευτος
ἀσκοπήρα
ἄσκοπος
ἄσκοπος2
ἀσκοπυτίνη
ἀσκορδίνητος
ἀσκός
ἀσκοφορέω
Ἄσκρη
ἀσκύλευτος
ἄσκυλτος
ἄσκυρον
ἄσκυφος
ἀσκωληκόβρωτος
Ἀσκώλια
ἀσκωλιάζω
ἀσκωλιασμός
View word page
ἀσκός
a leathern-bag, a wine-skin

ShortDef

a leathern-bag, a wine-skin

Debugging

Headword:
ἀσκός
Headword (normalized):
ἀσκός
Headword (normalized/stripped):
ασκος
IDX:
14210
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14211
Key:

Data

{'content': 'a leathern-bag, a wine-skin'}