Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἀσκληπίειος
Ἀσκληπιός
ἀσκοδέτης
ἀσκοδορέω
ἀσκοθύλακος
ἀσκόπευτος
ἀσκοπήρα
ἄσκοπος
ἄσκοπος2
ἀσκοπυτίνη
ἀσκορδίνητος
ἀσκός
ἀσκοφορέω
Ἄσκρη
ἀσκύλευτος
ἄσκυλτος
ἄσκυρον
ἄσκυφος
ἀσκωληκόβρωτος
Ἀσκώλια
ἀσκωλιάζω
View word page
ἀσκορδίνητος
not stretching one's limbs
ShortDef
not stretching one's limbs
Debugging
Headword:
ἀσκορδίνητος
Headword (normalized):
ἀσκορδίνητος
Headword (normalized/stripped):
ασκορδινητος
IDX:
14209
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14210
Key:
Data
{'content': "not stretching one's limbs"}