Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀσκληπιεῖον
Ἀσκληπίειος
Ἀσκληπιός
ἀσκοδέτης
ἀσκοδορέω
ἀσκοθύλακος
ἀσκόπευτος
ἀσκοπήρα
ἄσκοπος
ἄσκοπος2
ἀσκοπυτίνη
ἀσκορδίνητος
ἀσκός
ἀσκοφορέω
Ἄσκρη
ἀσκύλευτος
ἄσκυλτος
ἄσκυρον
ἄσκυφος
ἀσκωληκόβρωτος
Ἀσκώλια
View word page
ἀσκοπυτίνη
leathern canteen

ShortDef

leathern canteen

Debugging

Headword:
ἀσκοπυτίνη
Headword (normalized):
ἀσκοπυτίνη
Headword (normalized/stripped):
ασκοπυτινη
IDX:
14208
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14209
Key:

Data

{'content': 'leathern canteen'}