Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀσκληπιασμός
Ἀσκληπιεῖον
Ἀσκληπίειος
Ἀσκληπιός
ἀσκοδέτης
ἀσκοδορέω
ἀσκοθύλακος
ἀσκόπευτος
ἀσκοπήρα
ἄσκοπος
ἄσκοπος2
ἀσκοπυτίνη
ἀσκορδίνητος
ἀσκός
ἀσκοφορέω
Ἄσκρη
ἀσκύλευτος
ἄσκυλτος
ἄσκυρον
ἄσκυφος
ἀσκωληκόβρωτος
View word page
ἄσκοπος2
aimless, random

ShortDef

inconsiderate, heedless
aimless, random

Debugging

Headword:
ἄσκοπος2
Headword (normalized):
ἄσκοπος
Headword (normalized/stripped):
ασκοπος2
IDX:
14207
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14208
Key:

Data

{'content': 'aimless, random'}