Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀσκληπιάς
ἀσκληπιασμός
Ἀσκληπιεῖον
Ἀσκληπίειος
Ἀσκληπιός
ἀσκοδέτης
ἀσκοδορέω
ἀσκοθύλακος
ἀσκόπευτος
ἀσκοπήρα
ἄσκοπος
ἄσκοπος2
ἀσκοπυτίνη
ἀσκορδίνητος
ἀσκός
ἀσκοφορέω
Ἄσκρη
ἀσκύλευτος
ἄσκυλτος
ἄσκυρον
ἄσκυφος
View word page
ἄσκοπος
inconsiderate, heedless

ShortDef

inconsiderate, heedless
aimless, random

Debugging

Headword:
ἄσκοπος
Headword (normalized):
ἄσκοπος
Headword (normalized/stripped):
ασκοπος
IDX:
14206
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14207
Key:

Data

{'content': 'inconsiderate, heedless'}