Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀσκληπιάδειος
Ἀσκληπιάδης
ἀσκληπιάς
ἀσκληπιασμός
Ἀσκληπιεῖον
Ἀσκληπίειος
Ἀσκληπιός
ἀσκοδέτης
ἀσκοδορέω
ἀσκοθύλακος
ἀσκόπευτος
ἀσκοπήρα
ἄσκοπος
ἄσκοπος2
ἀσκοπυτίνη
ἀσκορδίνητος
ἀσκός
ἀσκοφορέω
Ἄσκρη
ἀσκύλευτος
ἄσκυλτος
View word page
ἀσκόπευτος
free from intrusions

ShortDef

free from intrusions

Debugging

Headword:
ἀσκόπευτος
Headword (normalized):
ἀσκόπευτος
Headword (normalized/stripped):
ασκοπευτος
IDX:
14204
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14205
Key:

Data

{'content': 'free from intrusions'}