Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἀσκληπιάδαι
Ἀσκληπιάδειος
Ἀσκληπιάδης
ἀσκληπιάς
ἀσκληπιασμός
Ἀσκληπιεῖον
Ἀσκληπίειος
Ἀσκληπιός
ἀσκοδέτης
ἀσκοδορέω
ἀσκοθύλακος
ἀσκόπευτος
ἀσκοπήρα
ἄσκοπος
ἄσκοπος2
ἀσκοπυτίνη
ἀσκορδίνητος
ἀσκός
ἀσκοφορέω
Ἄσκρη
ἀσκύλευτος
View word page
ἀσκοθύλακος
leathern bag
ShortDef
leathern bag
Debugging
Headword:
ἀσκοθύλακος
Headword (normalized):
ἀσκοθύλακος
Headword (normalized/stripped):
ασκοθυλακος
IDX:
14203
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14204
Key:
Data
{'content': 'leathern bag'}