Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄσκιος
ἀσκίπων
ἀσκίτης
Ἀσκλαῖοι
Ἀσκληπιάδαι
Ἀσκληπιάδειος
Ἀσκληπιάδης
ἀσκληπιάς
ἀσκληπιασμός
Ἀσκληπιεῖον
Ἀσκληπίειος
Ἀσκληπιός
ἀσκοδέτης
ἀσκοδορέω
ἀσκοθύλακος
ἀσκόπευτος
ἀσκοπήρα
ἄσκοπος
ἄσκοπος2
ἀσκοπυτίνη
ἀσκορδίνητος
View word page
Ἀσκληπίειος
of, belonging to Asclepius
ShortDef
of, belonging to Asclepius
Debugging
Headword:
Ἀσκληπίειος
Headword (normalized):
ἀσκληπίειος
Headword (normalized/stripped):
ασκληπιειος
IDX:
14199
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14200
Key:
Data
{'content': 'of, belonging to Asclepius'}