Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀσκίδιον
ἀσκίον
ἄσκιος
ἀσκίπων
ἀσκίτης
Ἀσκλαῖοι
Ἀσκληπιάδαι
Ἀσκληπιάδειος
Ἀσκληπιάδης
ἀσκληπιάς
ἀσκληπιασμός
Ἀσκληπιεῖον
Ἀσκληπίειος
Ἀσκληπιός
ἀσκοδέτης
ἀσκοδορέω
ἀσκοθύλακος
ἀσκόπευτος
ἀσκοπήρα
ἄσκοπος
ἄσκοπος2
View word page
ἀσκληπιασμός
bleeding from haemorrhoids
ShortDef
bleeding from haemorrhoids
Debugging
Headword:
ἀσκληπιασμός
Headword (normalized):
ἀσκληπιασμός
Headword (normalized/stripped):
ασκληπιασμος
IDX:
14197
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14198
Key:
Data
{'content': 'bleeding from haemorrhoids'}