Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀσκητός
ἀσκίαστος
ἀσκιαστόω
ἀσκίδιον
ἀσκίον
ἄσκιος
ἀσκίπων
ἀσκίτης
Ἀσκλαῖοι
Ἀσκληπιάδαι
Ἀσκληπιάδειος
Ἀσκληπιάδης
ἀσκληπιάς
ἀσκληπιασμός
Ἀσκληπιεῖον
Ἀσκληπίειος
Ἀσκληπιός
ἀσκοδέτης
ἀσκοδορέω
ἀσκοθύλακος
ἀσκόπευτος
View word page
Ἀσκληπιάδειος
Asclepiadean (meter); follower of Asclepius

ShortDef

Asclepiadean (meter); follower of Asclepius

Debugging

Headword:
Ἀσκληπιάδειος
Headword (normalized):
ἀσκληπιάδειος
Headword (normalized/stripped):
ασκληπιαδειος
IDX:
14194
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14195
Key:

Data

{'content': 'Asclepiadean (meter); follower of Asclepius'}