Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀσκητέος
ἀσκητής
ἀσκητικός
ἀσκητός
ἀσκίαστος
ἀσκιαστόω
ἀσκίδιον
ἀσκίον
ἄσκιος
ἀσκίπων
ἀσκίτης
Ἀσκλαῖοι
Ἀσκληπιάδαι
Ἀσκληπιάδειος
Ἀσκληπιάδης
ἀσκληπιάς
ἀσκληπιασμός
Ἀσκληπιεῖον
Ἀσκληπίειος
Ἀσκληπιός
ἀσκοδέτης
View word page
ἀσκίτης
dropsy, ascites
ShortDef
dropsy, ascites
Debugging
Headword:
ἀσκίτης
Headword (normalized):
ἀσκίτης
Headword (normalized/stripped):
ασκιτης
IDX:
14191
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14192
Key:
Data
{'content': 'dropsy, ascites'}