Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄσκηπτος
ἄσκησις
ἀσκητέος
ἀσκητής
ἀσκητικός
ἀσκητός
ἀσκίαστος
ἀσκιαστόω
ἀσκίδιον
ἀσκίον
ἄσκιος
ἀσκίπων
ἀσκίτης
Ἀσκλαῖοι
Ἀσκληπιάδαι
Ἀσκληπιάδειος
Ἀσκληπιάδης
ἀσκληπιάς
ἀσκληπιασμός
Ἀσκληπιεῖον
Ἀσκληπίειος
View word page
ἄσκιος
unshaded

ShortDef

unshaded

Debugging

Headword:
ἄσκιος
Headword (normalized):
ἄσκιος
Headword (normalized/stripped):
ασκιος
IDX:
14189
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14190
Key:

Data

{'content': 'unshaded'}