Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀειμνήμων
ἀείμνηστος
ἀειναῦται
ἀείνηστις
ἀειπάθεια
ἀειπαθής
ἀειπαλής
ἀειπάρθενος
ἀείπλανος
ἀείρυτος
ἀείρω
ἀεισιτία
ἀείσιτος
ἀείσκωψ
ἀείστροφος
ἀειτελής
ἀειφανής
ἀειφεγγής
ἀειφλεγής
ἀείφρουρος
ἀειφυγία
View word page
ἀείρω
to lift, heave, raise up

ShortDef

to lift, heave, raise up

Debugging

Headword:
ἀείρω
Headword (normalized):
ἀείρω
Headword (normalized/stripped):
αειρω
IDX:
1418
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1419
Key:

Data

{'content': 'to lift, heave, raise up'}