Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀσκηθής
ἄσκημα
ἄσκηνος
ἄσκηπτος
ἄσκησις
ἀσκητέος
ἀσκητής
ἀσκητικός
ἀσκητός
ἀσκίαστος
ἀσκιαστόω
ἀσκίδιον
ἀσκίον
ἄσκιος
ἀσκίπων
ἀσκίτης
Ἀσκλαῖοι
Ἀσκληπιάδαι
Ἀσκληπιάδειος
Ἀσκληπιάδης
ἀσκληπιάς
View word page
ἀσκιαστόω
clear from rust

ShortDef

clear from rust

Debugging

Headword:
ἀσκιαστόω
Headword (normalized):
ἀσκιαστόω
Headword (normalized/stripped):
ασκιαστοω
IDX:
14186
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14187
Key:

Data

{'content': 'clear from rust'}