Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀσκευώρητος
ἀσκεψία
ἀσκέω
ἀσκηθής
ἄσκημα
ἄσκηνος
ἄσκηπτος
ἄσκησις
ἀσκητέος
ἀσκητής
ἀσκητικός
ἀσκητός
ἀσκίαστος
ἀσκιαστόω
ἀσκίδιον
ἀσκίον
ἄσκιος
ἀσκίπων
ἀσκίτης
Ἀσκλαῖοι
Ἀσκληπιάδαι
View word page
ἀσκητικός
laborious
ShortDef
laborious
Debugging
Headword:
ἀσκητικός
Headword (normalized):
ἀσκητικός
Headword (normalized/stripped):
ασκητικος
IDX:
14183
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14184
Key:
Data
{'content': 'laborious'}