Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀσκευής
ἄσκευος
ἀσκευώρητος
ἀσκεψία
ἀσκέω
ἀσκηθής
ἄσκημα
ἄσκηνος
ἄσκηπτος
ἄσκησις
ἀσκητέος
ἀσκητής
ἀσκητικός
ἀσκητός
ἀσκίαστος
ἀσκιαστόω
ἀσκίδιον
ἀσκίον
ἄσκιος
ἀσκίπων
ἀσκίτης
View word page
ἀσκητέος
to be practised

ShortDef

to be practised

Debugging

Headword:
ἀσκητέος
Headword (normalized):
ἀσκητέος
Headword (normalized/stripped):
ασκητεος
IDX:
14181
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14182
Key:

Data

{'content': 'to be practised'}