Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄσκεπτος
ἀσκέρα
ἀσκεύαστος
ἀσκευής
ἄσκευος
ἀσκευώρητος
ἀσκεψία
ἀσκέω
ἀσκηθής
ἄσκημα
ἄσκηνος
ἄσκηπτος
ἄσκησις
ἀσκητέος
ἀσκητής
ἀσκητικός
ἀσκητός
ἀσκίαστος
ἀσκιαστόω
ἀσκίδιον
ἀσκίον
View word page
ἄσκηνος
without tents

ShortDef

without tents

Debugging

Headword:
ἄσκηνος
Headword (normalized):
ἄσκηνος
Headword (normalized/stripped):
ασκηνος
IDX:
14178
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14179
Key:

Data

{'content': 'without tents'}