Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀσκεπής
ἄσκεπτος
ἀσκέρα
ἀσκεύαστος
ἀσκευής
ἄσκευος
ἀσκευώρητος
ἀσκεψία
ἀσκέω
ἀσκηθής
ἄσκημα
ἄσκηνος
ἄσκηπτος
ἄσκησις
ἀσκητέος
ἀσκητής
ἀσκητικός
ἀσκητός
ἀσκίαστος
ἀσκιαστόω
ἀσκίδιον
View word page
ἄσκημα
an exercise, practice

ShortDef

an exercise, practice

Debugging

Headword:
ἄσκημα
Headword (normalized):
ἄσκημα
Headword (normalized/stripped):
ασκημα
IDX:
14177
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14178
Key:

Data

{'content': 'an exercise, practice'}