Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀσκέπαστος
ἀσκεπής
ἄσκεπτος
ἀσκέρα
ἀσκεύαστος
ἀσκευής
ἄσκευος
ἀσκευώρητος
ἀσκεψία
ἀσκέω
ἀσκηθής
ἄσκημα
ἄσκηνος
ἄσκηπτος
ἄσκησις
ἀσκητέος
ἀσκητής
ἀσκητικός
ἀσκητός
ἀσκίαστος
ἀσκιαστόω
View word page
ἀσκηθής
unhurt, unharmed, unscathed

ShortDef

unhurt, unharmed, unscathed

Debugging

Headword:
ἀσκηθής
Headword (normalized):
ἀσκηθής
Headword (normalized/stripped):
ασκηθης
IDX:
14176
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14177
Key:

Data

{'content': 'unhurt, unharmed, unscathed'}