Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀσκελής
ἀσκελοποιός
ἀσκέπαρνος
ἀσκέπαστος
ἀσκεπής
ἄσκεπτος
ἀσκέρα
ἀσκεύαστος
ἀσκευής
ἄσκευος
ἀσκευώρητος
ἀσκεψία
ἀσκέω
ἀσκηθής
ἄσκημα
ἄσκηνος
ἄσκηπτος
ἄσκησις
ἀσκητέος
ἀσκητής
ἀσκητικός
View word page
ἀσκευώρητος
not searched thoroughly

ShortDef

not searched thoroughly

Debugging

Headword:
ἀσκευώρητος
Headword (normalized):
ἀσκευώρητος
Headword (normalized/stripped):
ασκευωρητος
IDX:
14173
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14174
Key:

Data

{'content': 'not searched thoroughly'}