Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀσκαύλης
ἄσκαφος
ἀσκέδαστος
ἀσκελής
ἀσκελοποιός
ἀσκέπαρνος
ἀσκέπαστος
ἀσκεπής
ἄσκεπτος
ἀσκέρα
ἀσκεύαστος
ἀσκευής
ἄσκευος
ἀσκευώρητος
ἀσκεψία
ἀσκέω
ἀσκηθής
ἄσκημα
ἄσκηνος
ἄσκηπτος
ἄσκησις
View word page
ἀσκεύαστος
not made by art, natural

ShortDef

not made by art, natural

Debugging

Headword:
ἀσκεύαστος
Headword (normalized):
ἀσκεύαστος
Headword (normalized/stripped):
ασκευαστος
IDX:
14170
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14171
Key:

Data

{'content': 'not made by art, natural'}