Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀσκάριστος
ἄσκαρος
ἀσκαύλης
ἄσκαφος
ἀσκέδαστος
ἀσκελής
ἀσκελοποιός
ἀσκέπαρνος
ἀσκέπαστος
ἀσκεπής
ἄσκεπτος
ἀσκέρα
ἀσκεύαστος
ἀσκευής
ἄσκευος
ἀσκευώρητος
ἀσκεψία
ἀσκέω
ἀσκηθής
ἄσκημα
ἄσκηνος
View word page
ἄσκεπτος
inconsiderate, unreflecting

ShortDef

inconsiderate, unreflecting

Debugging

Headword:
ἄσκεπτος
Headword (normalized):
ἄσκεπτος
Headword (normalized/stripped):
ασκεπτος
IDX:
14168
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14169
Key:

Data

{'content': 'inconsiderate, unreflecting'}