Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀσκαριδώδης
ἀσκαρίς
ἀσκάριστος
ἄσκαρος
ἀσκαύλης
ἄσκαφος
ἀσκέδαστος
ἀσκελής
ἀσκελοποιός
ἀσκέπαρνος
ἀσκέπαστος
ἀσκεπής
ἄσκεπτος
ἀσκέρα
ἀσκεύαστος
ἀσκευής
ἄσκευος
ἀσκευώρητος
ἀσκεψία
ἀσκέω
ἀσκηθής
View word page
ἀσκέπαστος
uncovered
ShortDef
uncovered
Debugging
Headword:
ἀσκέπαστος
Headword (normalized):
ἀσκέπαστος
Headword (normalized/stripped):
ασκεπαστος
IDX:
14166
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14167
Key:
Data
{'content': 'uncovered'}