Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀσκαρής
ἀσκαριδώδης
ἀσκαρίς
ἀσκάριστος
ἄσκαρος
ἀσκαύλης
ἄσκαφος
ἀσκέδαστος
ἀσκελής
ἀσκελοποιός
ἀσκέπαρνος
ἀσκέπαστος
ἀσκεπής
ἄσκεπτος
ἀσκέρα
ἀσκεύαστος
ἀσκευής
ἄσκευος
ἀσκευώρητος
ἀσκεψία
ἀσκέω
View word page
ἀσκέπαρνος
without the axe, unhewn

ShortDef

without the axe, unhewn

Debugging

Headword:
ἀσκέπαρνος
Headword (normalized):
ἀσκέπαρνος
Headword (normalized/stripped):
ασκεπαρνος
IDX:
14165
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14166
Key:

Data

{'content': 'without the axe, unhewn'}