Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀσκαρδάμυκτος
ἀσκαρής
ἀσκαριδώδης
ἀσκαρίς
ἀσκάριστος
ἄσκαρος
ἀσκαύλης
ἄσκαφος
ἀσκέδαστος
ἀσκελής
ἀσκελοποιός
ἀσκέπαρνος
ἀσκέπαστος
ἀσκεπής
ἄσκεπτος
ἀσκέρα
ἀσκεύαστος
ἀσκευής
ἄσκευος
ἀσκευώρητος
ἀσκεψία
View word page
ἀσκελοποιός
not allowing to pine

ShortDef

not allowing to pine

Debugging

Headword:
ἀσκελοποιός
Headword (normalized):
ἀσκελοποιός
Headword (normalized/stripped):
ασκελοποιος
IDX:
14164
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14165
Key:

Data

{'content': 'not allowing to pine'}