Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀσκαρδαμυκτί
ἀσκαρδάμυκτος
ἀσκαρής
ἀσκαριδώδης
ἀσκαρίς
ἀσκάριστος
ἄσκαρος
ἀσκαύλης
ἄσκαφος
ἀσκέδαστος
ἀσκελής
ἀσκελοποιός
ἀσκέπαρνος
ἀσκέπαστος
ἀσκεπής
ἄσκεπτος
ἀσκέρα
ἀσκεύαστος
ἀσκευής
ἄσκευος
ἀσκευώρητος
View word page
ἀσκελής
dried up, withered
ShortDef
dried up, withered
Debugging
Headword:
ἀσκελής
Headword (normalized):
ἀσκελής
Headword (normalized/stripped):
ασκελης
IDX:
14163
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14164
Key:
Data
{'content': 'dried up, withered'}