Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀσκανία
Ἀσκάνιος
ἀσκάντης
ἀσκαρδαμυκτέω
ἀσκαρδαμύκτης
ἀσκαρδαμυκτί
ἀσκαρδάμυκτος
ἀσκαρής
ἀσκαριδώδης
ἀσκαρίς
ἀσκάριστος
ἄσκαρος
ἀσκαύλης
ἄσκαφος
ἀσκέδαστος
ἀσκελής
ἀσκελοποιός
ἀσκέπαρνος
ἀσκέπαστος
ἀσκεπής
ἄσκεπτος
View word page
ἀσκάριστος
without struggling

ShortDef

without struggling

Debugging

Headword:
ἀσκάριστος
Headword (normalized):
ἀσκάριστος
Headword (normalized/stripped):
ασκαριστος
IDX:
14158
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14159
Key:

Data

{'content': 'without struggling'}