Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀσκαλώπας
ἀσκανδής
Ἀσκανία
Ἀσκάνιος
ἀσκάντης
ἀσκαρδαμυκτέω
ἀσκαρδαμύκτης
ἀσκαρδαμυκτί
ἀσκαρδάμυκτος
ἀσκαρής
ἀσκαριδώδης
ἀσκαρίς
ἀσκάριστος
ἄσκαρος
ἀσκαύλης
ἄσκαφος
ἀσκέδαστος
ἀσκελής
ἀσκελοποιός
ἀσκέπαρνος
ἀσκέπαστος
View word page
ἀσκαριδώδης
full of ascarides

ShortDef

full of ascarides

Debugging

Headword:
ἀσκαριδώδης
Headword (normalized):
ἀσκαριδώδης
Headword (normalized/stripped):
ασκαριδωδης
IDX:
14156
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14157
Key:

Data

{'content': 'full of ascarides'}