Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀσκαλίζω
ἄσκαλος
Ἀσκάλων
ἀσκαλώνιον
ἀσκαλώπας
ἀσκανδής
Ἀσκανία
Ἀσκάνιος
ἀσκάντης
ἀσκαρδαμυκτέω
ἀσκαρδαμύκτης
ἀσκαρδαμυκτί
ἀσκαρδάμυκτος
ἀσκαρής
ἀσκαριδώδης
ἀσκαρίς
ἀσκάριστος
ἄσκαρος
ἀσκαύλης
ἄσκαφος
ἀσκέδαστος
View word page
ἀσκαρδαμύκτης
one who does not blink

ShortDef

one who does not blink

Debugging

Headword:
ἀσκαρδαμύκτης
Headword (normalized):
ἀσκαρδαμύκτης
Headword (normalized/stripped):
ασκαρδαμυκτης
IDX:
14152
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14153
Key:

Data

{'content': 'one who does not blink'}