Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀσκαληρής
ἀσκαλίζω
ἄσκαλος
Ἀσκάλων
ἀσκαλώνιον
ἀσκαλώπας
ἀσκανδής
Ἀσκανία
Ἀσκάνιος
ἀσκάντης
ἀσκαρδαμυκτέω
ἀσκαρδαμύκτης
ἀσκαρδαμυκτί
ἀσκαρδάμυκτος
ἀσκαρής
ἀσκαριδώδης
ἀσκαρίς
ἀσκάριστος
ἄσκαρος
ἀσκαύλης
ἄσκαφος
View word page
ἀσκαρδαμυκτέω
look without winking

ShortDef

look without winking

Debugging

Headword:
ἀσκαρδαμυκτέω
Headword (normalized):
ἀσκαρδαμυκτέω
Headword (normalized/stripped):
ασκαρδαμυκτεω
IDX:
14151
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14152
Key:

Data

{'content': 'look without winking'}