Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀσκάλευτος
ἀσκαληρής
ἀσκαλίζω
ἄσκαλος
Ἀσκάλων
ἀσκαλώνιον
ἀσκαλώπας
ἀσκανδής
Ἀσκανία
Ἀσκάνιος
ἀσκάντης
ἀσκαρδαμυκτέω
ἀσκαρδαμύκτης
ἀσκαρδαμυκτί
ἀσκαρδάμυκτος
ἀσκαρής
ἀσκαριδώδης
ἀσκαρίς
ἀσκάριστος
ἄσκαρος
ἀσκαύλης
View word page
ἀσκάντης
a poor bed, pallet

ShortDef

a poor bed, pallet

Debugging

Headword:
ἀσκάντης
Headword (normalized):
ἀσκάντης
Headword (normalized/stripped):
ασκαντης
IDX:
14150
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14151
Key:

Data

{'content': 'a poor bed, pallet'}