Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀσκάλαφος
ἀσκάλευτος
ἀσκαληρής
ἀσκαλίζω
ἄσκαλος
Ἀσκάλων
ἀσκαλώνιον
ἀσκαλώπας
ἀσκανδής
Ἀσκανία
Ἀσκάνιος
ἀσκάντης
ἀσκαρδαμυκτέω
ἀσκαρδαμύκτης
ἀσκαρδαμυκτί
ἀσκαρδάμυκτος
ἀσκαρής
ἀσκαριδώδης
ἀσκαρίς
ἀσκάριστος
ἄσκαρος
View word page
Ἀσκάνιος
Ascanius
ShortDef
Ascanius
Debugging
Headword:
Ἀσκάνιος
Headword (normalized):
ἀσκάνιος
Headword (normalized/stripped):
ασκανιος
IDX:
14149
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14150
Key:
Data
{'content': 'Ascanius'}