Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀείμαργος
ἀειμεριστός
ἀειμετάβλητος
ἀειμνημόνευτος
ἀειμνήμων
ἀείμνηστος
ἀειναῦται
ἀείνηστις
ἀειπάθεια
ἀειπαθής
ἀειπαλής
ἀειπάρθενος
ἀείπλανος
ἀείρυτος
ἀείρω
ἀεισιτία
ἀείσιτος
ἀείσκωψ
ἀείστροφος
ἀειτελής
ἀειφανής
View word page
ἀειπαλής
always beating

ShortDef

always beating

Debugging

Headword:
ἀειπαλής
Headword (normalized):
ἀειπαλής
Headword (normalized/stripped):
αειπαλης
IDX:
1414
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1415
Key:

Data

{'content': 'always beating'}