Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀσιώπητος
ἀσκαλαβώτης
Ἀσκάλαφος
ἀσκάλαφος
ἀσκάλευτος
ἀσκαληρής
ἀσκαλίζω
ἄσκαλος
Ἀσκάλων
ἀσκαλώνιον
ἀσκαλώπας
ἀσκανδής
Ἀσκανία
Ἀσκάνιος
ἀσκάντης
ἀσκαρδαμυκτέω
ἀσκαρδαμύκτης
ἀσκαρδαμυκτί
ἀσκαρδάμυκτος
ἀσκαρής
ἀσκαριδώδης
View word page
ἀσκαλώπας
woodcock, Scolopax ruricola

ShortDef

woodcock, Scolopax ruricola

Debugging

Headword:
ἀσκαλώπας
Headword (normalized):
ἀσκαλώπας
Headword (normalized/stripped):
ασκαλωπας
IDX:
14146
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14147
Key:

Data

{'content': 'woodcock, Scolopax ruricola'}