Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀσιτία
ἄσιτος
ἀσιώπητος
ἀσκαλαβώτης
Ἀσκάλαφος
ἀσκάλαφος
ἀσκάλευτος
ἀσκαληρής
ἀσκαλίζω
ἄσκαλος
Ἀσκάλων
ἀσκαλώνιον
ἀσκαλώπας
ἀσκανδής
Ἀσκανία
Ἀσκάνιος
ἀσκάντης
ἀσκαρδαμυκτέω
ἀσκαρδαμύκτης
ἀσκαρδαμυκτί
ἀσκαρδάμυκτος
View word page
Ἀσκάλων
Ascalon

ShortDef

Ascalon

Debugging

Headword:
Ἀσκάλων
Headword (normalized):
ἀσκάλων
Headword (normalized/stripped):
ασκαλων
IDX:
14144
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14145
Key:

Data

{'content': 'Ascalon'}