Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄσις
ἀσιτέω
ἀσιτία
ἄσιτος
ἀσιώπητος
ἀσκαλαβώτης
Ἀσκάλαφος
ἀσκάλαφος
ἀσκάλευτος
ἀσκαληρής
ἀσκαλίζω
ἄσκαλος
Ἀσκάλων
ἀσκαλώνιον
ἀσκαλώπας
ἀσκανδής
Ἀσκανία
Ἀσκάνιος
ἀσκάντης
ἀσκαρδαμυκτέω
ἀσκαρδαμύκτης
View word page
ἀσκαλίζω
hoe

ShortDef

hoe

Debugging

Headword:
ἀσκαλίζω
Headword (normalized):
ἀσκαλίζω
Headword (normalized/stripped):
ασκαλιζω
IDX:
14142
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14143
Key:

Data

{'content': 'hoe'}