Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἄσιος
ἄσιος
ἀσίρακος
ᾆσις
ἄσις
ἀσιτέω
ἀσιτία
ἄσιτος
ἀσιώπητος
ἀσκαλαβώτης
Ἀσκάλαφος
ἀσκάλαφος
ἀσκάλευτος
ἀσκαληρής
ἀσκαλίζω
ἄσκαλος
Ἀσκάλων
ἀσκαλώνιον
ἀσκαλώπας
ἀσκανδής
Ἀσκανία
View word page
Ἀσκάλαφος
Ascalaphus
ShortDef
Ascalaphus
owl
Debugging
Headword:
Ἀσκάλαφος
Headword (normalized):
ἀσκάλαφος
Headword (normalized/stripped):
ασκαλαφος
IDX:
14138
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14139
Key:
Data
{'content': 'Ascalaphus'}