Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀσίγητος
ἄσιγμος
ἀσίδα
ἀσίδηρος
ἄσικχος
ἄσιλλα
ἀσιλλοφορέω
ἀσιλλοφόρος
Ἀσιναῖος
Ἀσίνη
ἀσινής
Ἀσίνιος
ἀσινότης
ἀσιογεῖαι
Ἄσιος
ἄσιος
ἀσίρακος
ᾆσις
ἄσις
ἀσιτέω
ἀσιτία
View word page
ἀσινής
unhurt, unharmed; doing no harm

ShortDef

unhurt, unharmed; doing no harm

Debugging

Headword:
ἀσινής
Headword (normalized):
ἀσινής
Headword (normalized/stripped):
ασινης
IDX:
14124
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14125
Key:

Data

{'content': 'unhurt, unharmed; doing no harm'}