Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀσθένημα
ἀσθενής
ἀσθενικός
ἀσθενοποιέω
ἀσθενοποιός
ἀσθενόρριζος
ἀσθενόψυχος
ἀσθενόω
ἀσθένωσις
ἆσθμα
ἀσθμαίνω
ἀσθματικός
Ἀσία
Ἀσιαγενής
Ἀσιάδης
Ἀσιανός
Ἀσιάρχης
Ἀσιαρχία
Ἀσιάς
Ἀσιᾶτις
Ἀσιατογενής
View word page
ἀσθμαίνω
to breathe hard, gasp for breath
ShortDef
to breathe hard, gasp for breath
Debugging
Headword:
ἀσθμαίνω
Headword (normalized):
ἀσθμαίνω
Headword (normalized/stripped):
ασθμαινω
IDX:
14102
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14103
Key:
Data
{'content': 'to breathe hard, gasp for breath'}