Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄσηστος
ἀσθένεια
ἀσθενέω
ἀσθένημα
ἀσθενής
ἀσθενικός
ἀσθενοποιέω
ἀσθενοποιός
ἀσθενόρριζος
ἀσθενόψυχος
ἀσθενόω
ἀσθένωσις
ἆσθμα
ἀσθμαίνω
ἀσθματικός
Ἀσία
Ἀσιαγενής
Ἀσιάδης
Ἀσιανός
Ἀσιάρχης
Ἀσιαρχία
View word page
ἀσθενόω
to weaken
ShortDef
to weaken
Debugging
Headword:
ἀσθενόω
Headword (normalized):
ἀσθενόω
Headword (normalized/stripped):
ασθενοω
IDX:
14099
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14100
Key:
Data
{'content': 'to weaken'}