Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀσηρός
ἄσηρος
ἄσηστος
ἀσθένεια
ἀσθενέω
ἀσθένημα
ἀσθενής
ἀσθενικός
ἀσθενοποιέω
ἀσθενοποιός
ἀσθενόρριζος
ἀσθενόψυχος
ἀσθενόω
ἀσθένωσις
ἆσθμα
ἀσθμαίνω
ἀσθματικός
Ἀσία
Ἀσιαγενής
Ἀσιάδης
Ἀσιανός
View word page
ἀσθενόρριζος
with weak roots

ShortDef

with weak roots

Debugging

Headword:
ἀσθενόρριζος
Headword (normalized):
ἀσθενόρριζος
Headword (normalized/stripped):
ασθενορριζος
IDX:
14097
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14098
Key:

Data

{'content': 'with weak roots'}