Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀσηρής
ἀσηρός
ἄσηρος
ἄσηστος
ἀσθένεια
ἀσθενέω
ἀσθένημα
ἀσθενής
ἀσθενικός
ἀσθενοποιέω
ἀσθενοποιός
ἀσθενόρριζος
ἀσθενόψυχος
ἀσθενόω
ἀσθένωσις
ἆσθμα
ἀσθμαίνω
ἀσθματικός
Ἀσία
Ἀσιαγενής
Ἀσιάδης
View word page
ἀσθενοποιός
causing weakness

ShortDef

causing weakness

Debugging

Headword:
ἀσθενοποιός
Headword (normalized):
ἀσθενοποιός
Headword (normalized/stripped):
ασθενοποιος
IDX:
14096
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14097
Key:

Data

{'content': 'causing weakness'}