Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀσημωνία
ἄσηπτος
ἀσηρής
ἀσηρός
ἄσηρος
ἄσηστος
ἀσθένεια
ἀσθενέω
ἀσθένημα
ἀσθενής
ἀσθενικός
ἀσθενοποιέω
ἀσθενοποιός
ἀσθενόρριζος
ἀσθενόψυχος
ἀσθενόω
ἀσθένωσις
ἆσθμα
ἀσθμαίνω
ἀσθματικός
Ἀσία
View word page
ἀσθενικός
weakly

ShortDef

weakly

Debugging

Headword:
ἀσθενικός
Headword (normalized):
ἀσθενικός
Headword (normalized/stripped):
ασθενικος
IDX:
14094
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14095
Key:

Data

{'content': 'weakly'}